υπεγείρω

υπεγείρω
Α [ἐγείρω]
1. σηκώνω λιγάκι («ὑπεγείρων τὸ οὖς», Φιλόστρ.)
2. διεγείρω, ξεσηκώνω σταδιακά («ἐαυτὸν ὑπεγείρων καὶ τοὺς ἀκροωμένους», Φιλόστρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”